- σύστεμα
- -ατος τό N 3 0-1-2-0-2=5 1 Chr 11,16; Jer 28(51),32; Ez 31,4; 2 Mc 8,5; 3 Mc 3,9community 3 Mc 3,9; band, garrison, company 1 Chr 11,16; (water) system Jer 28(51),32; canalization system Ez 31,4; neol.; see σύστημα
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
σύστεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστεμα — έματος, τὸ, Α βλ. σύστημα … Dictionary of Greek
συστεμάτων — σύστεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστέματα — σύστεμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστέματι — σύστεμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СИСТЕМА — (от греч. целое, составленное из частей; соединение), совокупность элементов, находящихся в отношениях и связях друг с другом, которая образует определ. целостность, единство. Претерпев длит. историч. эволюцию, понятие С. с сер. 20 в.… … Философская энциклопедия
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek